ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Τόμος Ι: Γενικές Αρχές- Τα Εγκλήματα της Κλοπής
Οι Νομικές Εκδόσεις Hippasus ανακοινώνουν την κυκλοφορία του βιβλίου της Αρτέμιδος Δ. Σαββίδου, με τίτλο: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Τόμος Ι: Γενικές Αρχές- Τα Εγκλήματα της Κλοπής.
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Το παρόν πόνημα της Δρ Αρτέμιδος Σαββίδου, δικηγόρου και λέκτορος Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομία της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου, αποτελεί ένα σημαντικό απόκτημα της γραμματείας περί το κυπριακό ποινικό δίκαιο, τούτο δε από πολλές απόψεις. Κατ’ αρχήν, πρόκειται για μια υποδειγματικής πληρότητας πραγμάτευση του θέματος της κλοπής καθώς αναπτύσσονται όλα τα συναφή ζητήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου που ανακύπτουν σε σχέση με το εν λόγω έγκλημα. Κατά δεύτερον, η μελέτη είναι πολύ διδακτική από την άποψη της συνεκτίμησης κρίσιμων όψεων συγκριτικού δικαίου, καθώς η κυπριακή στάση, που αποτελεί μεν ένα μικτό σύστημα δικαίου, δεν παύει όμως πρώτιστα και προνομιακά να συνομιλεί με την παράδοση του κοινοδικαίου, συναξιολογείται με μια άλλη παράδοση της ποινικής σκέψης, όπως είναι η ηπειρωτική, εδώ στο παράδειγμα του ελληνικού δικαίου. Η κυριότερη όμως αρετή του βιβλίου βρίσκεται, τρίτον, στην με βάση τις απαιτήσεις της ποινικής δογματικής μεθοδικά άψογη ανάγνωση του εγκλήματος. Το σημείο αυτό πρέπει να εξαρθεί ιδιαιτέρως. Η πραγματεία της συγγραφέως έρχεται να καλύψει (στο αντικείμενο ενδιαφέροντός της) ένα χρόνιο και δυστυχώς σοβαρό πρόβλημα της κυπριακής ποινικής επιστήμης, την έλλειψη επεξεργασμένης ποινικής δογματικής.
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό ότι η μελέτη της συγγραφέως καλλιεργεί για πρώτη φορά την ποινική δογματική με τον τρόπο που συναντάμε στα ξένα πανεπιστήμια.
Το βιβλίο εξαντλεί το αντικείμενό του. Ιστορική εξέλιξη του κυπριακού δικαίου και οι δομικές αρχές του (όπως νομιμότητα, μη αναδρομικότητα, δεδικασμένο, αναλογικότητα, τεκμήριο αθωότητας και αρχές κατανομής του αποδεικτικού βάρους), μαζί με την παρουσίαση των εγκλημάτων κλοπής στον ΠΚ απασχολούν τη συγγραφέα κατ’ αρχάς (Μέρη Α’-Γ’). Τα Μέρη Δ’ και Ε’ παρουσιάζουν με αναλυτική επάρκεια και σαφήνεια τη δομή του ποινικού κανόνα δικαίου (actusreus,mensrea) κατά το κοινοδίκαιο και το κυπριακό δίκαιο γενικά και εισάγουν στη συζήτηση για το έννομο αγαθό, συζήτηση παραμελημένη στην κυπριακή γραμματεία. Από τα στοιχεία της δομής του ποινικού κανόνα δικαίου θα πρέπει να εξαρθεί ιδίως η πραγμάτευση πολύ απαιτητικών θεμάτων όπως η αδιαφορία (recklessness) ή η «μετατόπιση της πρόθεσης» (‘transferredmalice/intent’).
Στο Μέρος ΣΤ’ παρακολουθούμε μια σχολαστικότατη, πλήρως εμπεριστατωμένη και ολιστική πραγμάτευση των στοιχείων της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Και εδώ απαιτητικά θέματα τυγχάνουν ενδελεχούς ανάλυσης, όπως η αφαίρεση και η κατοχή του πράγματος, η ιδιάζουσα φύση της πρόθεσης του δράστη και το σύνολο σχεδόν των υπερασπίσεων (μεταξύ των οποίων χαρακτηριστικά δείγματα γραφής της συγγραφέως συνιστούν π.χ. οι αναλύσεις για τις πλάνες και τα είδη εξαναγκασμού). Η συρροή έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της στενής συνάψεώς της με την επιμέτρηση στο κοινοδίκαιο.Η συγγραφέας διεξέρχεται την προβληματική της συρροήςμε τη δέουσα μεθοδικότητα, ιδίως αναλύοντας την αρχή της «συνολικότητας». Και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει η ενασχόληση και με το κρίσιμο ζήτημα της ελαστικότητας της κατάγνωσης και έκτισης της ποινής.
Πολύ αξιόλογη είναι η πλήρης πραγμάτευση των ειδικών εμφανίσεων του εγκλήματος. Κόλουρες πράξεις (‘inchoatecrimes’), απόπειρες, συμμετοχικό άδικο, αλλά και η ιδιάζουσα στο ποινικό κοινοδίκαιο μορφή της συνωμοσίας, παρουσιάζονται ολοκληρωμένα, δίνοντας το πλήρες περίγραμμα της υπό εξέταση εγκληματικής δράσης. Εκείθεν, η συγγραφεύς παρουσιάζει με υποδειγματική και πάλι πληρότητα όλο το φάσμα των διακεκριμένων και προπαρασκευαστικών εγκλημάτων της κλοπής, όπως και των προνοιών που αφορούν στην «ύστερη» της ιδιοποίησης αξιόποινη συμπεριφορά.
Το Μέρος Ζ’ αφιερώνεται στη δικονομική μεταχείριση του εγκλήματος. Αφού εισαχθούμε στη φύση της ποινικής δίκης γενικά, μας δίνεται όλο το πλαίσιο της προδικασίας, όπου μεταξύ άλλων η συγγραφεύς δράττεται της ευκαιρίας να προσεγγίσει και ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ανακύπτουν από την άσκηση της αστυνομικής βίας. Ακολουθεί η επ’ ακροατηρίω διαδικασία, όπου αναδεικνύεται η ιδιάζουσα φύση της κοινοδικαιικής δίκης σε όλη της την έκταση (αρχές που τη διέπουν, δίκαιο της απόδειξης, κατάληξη με την απόφαση επί της ενοχής και της ποινής, δευτεροβάθμια διαδικασία). Το βιβλίο «κλείνει» με την παρουσίαση πολύτιμων παραρτημάτων και την παράθεση μιας εκτενέστατης εργογραφίας και νομολογίας.
Πρόκειται για ένα έργο που προώρισται να αποτελέσει πολύτιμο βοήθημα τόσο για την ακαδημαϊκή έρευνα όσο και για την επιστημονική αναβάθμιση της πράξης. Παράλληλα το βιβλίοθα αποτελέσει βασικό και αναντικατάστατο εφόδιο των φοιτητριών και φοιτητών.
Το έργο επομένως απευθύνεται τόσο στους μελετητές του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας όσο και στους ανθρώπους της ποινικής πράξης: στους δικαστές και τους δικηγόρους.